- λογοπαίκτης
- οαυτός που κάνει λογοπαίγνια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. λογοπαῖκται, μαρτυρείται από το 1890 στον Γρηγόριο Ξενόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογοπαικτώ — κάνω λογοπαίγνια, καλαμπουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek